Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε το 1981, με την ευκαιρία της βράβευσης του Λαογραφικού Μουσείου Ναυπλίου (σήμερα Μουσείο "Β. Παπαντωνίου).

Η βράβευση του Λαογραφικού Μουσείου του ΠΛΙ (σήμερα ΙΒΠ)

Το 1981 το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου» (σήμερα Ίδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου) τιμήθηκε με το European Museum of the Year main Award (EMYA). Η απονομή έγινε στις 15 Απριλίου στη Στοκχόλμη.  Πρόκειται για μια διάκριση που τιμά ιδιαίτερα την πατρίδα μας στον χώρο της Ευρώπης, τη στιγμή που 41 ευρωπαϊκά μουσεία διαγωνίστηκαν για τα τρία βραβεία του διαγωνισμού αυτού, που γίνεται κάθε χρόνο από το 1977.

Πληροφοριακά αναφέρουμε πως το βραβείο έχουν κερδίσει τα εξής μουσεία: Ironbridge Gorge Museum Trust, Μεγάλη Βρετανία, το 1977, Schloss Rheydt Municipal Museum, Monchengladbach, F.R.G., το 1978, Musée Camarguais, Arles, Γαλλία, το 1979 και State Museum “Het Catharijneconvent”, Utrecht, Ολλανδία, το 1980.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξε έντονος συναγωνισμός μεταξύ του Μουσείου Μουσικών Οργάνων της Στοκχόλμης και του Μουσείου μας. Τελικά το βραβείο δόθηκε στην Ελλάδα, όχι μόνο για την έκθεση στο Λαογραφικό Μουσείο με τον τίτλο «Παραγωγή, επεξεργασία και εφαρμογή των φυσικών υφαντικών υλών στην Ελλάδα», που λειτούργησε στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, αλλά κυρίως για τις πολλαπλές δραστηριότητες του Ιδρύματος στον τομέα της παράδοσης. Ανάμεσα στα μουσεία που συμμετείχαν στον διαγωνισμό για το EMYA του 1981 αναφέρουμε το Musée Communal de la ville de Bruxelles (Βέλγιο), Folk Art Museum (Ιεροσκήπου, Κύπρος), Nationalmuseet (Δανία), Burgher’s House, Helsinki City Museum (Φινλανδία), Musée de Préhistoire Île-de-France (Γαλλία), Historisches Museum (Γερμανία), London Transport Museum  (Μεγ. Βρετανία), The Peggy Guggenheim Collection (Ιταλία) κ.ά.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής του βραβείου - Η απονομή των βραβείων του 1981

Όπως έχουμε ήδη τονίσει, δεν ανήκουμε στον αρχιτεκτονικό χώρο. Η προβληματική μας περιορίζεται στο μουσείο ως μια λειτουργική μονάδα, και όχι στο κτίριο που το στεγάζει.  Μπορεί να θαυμάζουμε την ομορφιά ενός νέου μουσειακού κτιρίου και να αναγνωρίζουμε την αξία του αρχιτέκτονα, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι το τι προσφέρει αυτό το μουσείο και όχι η αισθητική του κτιρίου. Η ευφάνταστη και δεξιότεχνη ανακαίνιση ενός παλιού κτιρίου μπορεί να μας εντυπωσιάσει όσο και ένα νέο ενδιαφέρον αρχιτεκτόνημα σε ένα γυμνό χώρο.

Φέτος έχουμε ολοκαίνουρια κτίρια στη Nemours, το Emmen, τη Στοκχόλμη και το Chur, καθώς και μετατροπές ή προσθήκες αλλού. Είναι ίσως σημαντικό το ότι ο νικητής του ΕMYA, το Λαογραφικό Μουσείο Ναυπλίου στην Ελλάδα, πέτυχε να διακριθεί σε ένα παλιό κτίριο, που αναπαλαιώθηκε με ικανότητα και ευαισθησία, για να προσφέρει το είδος της στέγης που ταιριάζει ακριβώς στοn χαρακτήρα των εκθεμάτων και στο αίσθημα της παράδοσης, που αποτελεί το κέντρο της πολιτικής του Μουσείου.  Είναι αμφίβολο κατά πόσο ένα νέο κτίριο, όσο καλά σχεδιασμένο και αν ήταν, θα απέφερε τόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αυτό που έγινε στο Ναύπλιο είναι αξιοπρόσεκτο. Το νέο Λαογραφικό Μουσείο εκεί, είναι ισάξιος διάδοχος των νικητών των προηγούμενων χρόνων. Η προσφορά του μέσα στον ελληνικό χώρο είναι αδύνατο να εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε. Οι αρχαιολόγοι κυριαρχούν για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καταστροφικό στον μουσειακό χώρο της Ελλάδας. Χρειάστηκαν δυο αποφασισμένοι, προικισμένοι και ενθουσιώδεις ιδιώτες για να σπάσει το μονοπώλιο των αρχαιολόγων και να αρχίσουν να ιδρύονται στην Ελλάδα μουσεία που στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη θεωρούνται ήδη δεδομένα. Εννοούμε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ν. Γουλανδρή και, βεβαίως, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου».

Το θαυμάσιο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στα περίχωρα των Αθηνών, με περίφημες συλλογές, σχεδιασμένο και προγραμματισμένο κατά τα ανώτατα διεθνή πρότυπα, ήδη λειτουργεί και του χρόνου, που θα έχει συμπληρωθεί, ελπίζουμε να το έχουμε υποψήφιο για το βραβείο.  Έχει δημιουργηθεί με ιδιωτική χρηματοδότηση και χωρίς αυτό η Ελλάδα δεν θα είχε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.

Όσο για το Λαογραφικό Μουσείο στο Ναύπλιο, η ίδρυσή του οφείλεται στις επίμονες προσπάθειες της Ιωάννας Παπαντωνίου, οι οποίες για πολλά χρόνια προσέκρουαν σε νομικά και γραφειοκρατικά εμπόδια, τόσο μεγάλα που θα αποκάρδιωναν τον καθένα.

Το μέγεθος και η ποιότητα των συλλογών του, η άριστη έκθεση, τα υπέροχα σχέδια, η σπουδαιότητα και η ευρύτητα των προγραμμάτων έρευνας, η πρωτοτυπία και η τελειότητα των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων, θα ήταν μοναδικά στη Σουηδία ή την Ολλανδία.  Στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν κάτι που αγγίζει τα όρια του θαύματος και η Επιτροπή θα ήθελε να συγχαρεί θερμά την κυρία Παπαντωνίου για το επίτευγμά της.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε επίσης το νέο Λαογραφικό Μουσείο Ιεροσκήπου στην Κύπρο, το οποίο, σε μικρότερη κλίμακα βέβαια, σημαδεύει και το τέλος του εκεί αρχαιολογικού μονοπωλίου και ένα σταδιακό και ευπρόσδεκτο κίνημα προς τον σύγχρονο μουσειακό κόσμο. Θεωρούμε τη συμμετοχή αυτή ως ιδιαίτερης σημασίας.

Φέτος ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος. Το Ναύπλιο αγωνίστηκε στήθος με στήθος με το Μουσείο Μουσικής της Στοκχόλμης, που, όπως το έθεσε ένα μέλος της Επιτροπής, «κάνει ό,τι άλλα μουσεία διατείνονται ότι κάνουν».  Εννοούσε ιδιαίτερα τις ευκαιρίες που δίνονται στους επισκέπτες να παίξουν τα όργανα οι ίδιοι και τον πρωτότυπο τρόπο που η σουηδική μουσική ιστορία τοποθετήθηκε μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο.

Το Ιστορικό Μουσείο του Olten πήρε εύφημο μνεία για την εκπαιδευτική του εργασία, τη χρήση ασυνήθιστων υλικών και το υψηλό επίπεδο σύλληψης σχεδιασμού ιδίως σε ό,τι αφορά το αρχαιολογικό τμήμα. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Solothurn επαινέθηκε επίσης για την έμφαση που έδωσε στην επικοινωνία, τη ζωντανή ατμόσφαιρα και τη χρησιμοποίηση εθελοντών. Το “Hunday”, το Εθνικό Μουσείο Αγροκτήματος και Τρακτέρ, στο Stocksfield, που τιμήθηκε με το Βρετανικό Βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς, επισκέφτηκαν τέσσερα μέλη της Επιτροπής. Εκεί βρήκαν πολλά να θαυμάσουν στη συντήρηση του μικρού χωριού, τις εξαίρετες συλλογές, τη διοίκηση και το γεγονός ότι τα χρήματα της δημιουργίας μιας τόσο δυναμικής προσπάθειας προήλθαν από έναν ιδιώτη. Έγιναν αναπόφευκτες συγκρίσεις με το εξαιρετικά επιτυχημένο “Africanium and Zoo” στο Emmen όπου, και πάλι, η ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν ολοκληρωτικά υπεύθυνη για την καθιέρωση αυτού που σήμερα είναι το πιο δημοφιλές και εύπορο μουσείο σε όλη τη Δυτική Ευρώπη.